ποσφέρω

English (LSJ)

fut. 3sg. ποσοίσει, = προσφέρω, JRS15.155 (Cotiaeum).

Greek Monolingual

Α
προσφέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πός (II), αρκαδ. και κυπρ. τ. του ποτί + φέρω.