ποταμίδα

Greek Monolingual

η, Ν
1. η νερόκοτα
2. περιοχή κοντά σε ποτάμι κατάλληλη για κηπευτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός/ ποτάμι + επίθημα -ίδα].