και πούντρα, η, Νκαλλυντικό του προσώπου που έχει στερεά υφή σε πολύ λεπτό διαμερισμό, σε πολύ λεπτή σκόνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. poudre < λατ. pulvis, -eris «σκόνη»].