πούθε

Greek Monolingual

Ν
(τοπ. επίρρ.)
1. από ποιο μέρος, από πού («πούθε ήρθες;»)
2. φρ. «πούθε βαστάει η σκούφια του» — από πού κατάγεται, τί είδους άνθρωπος είναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πόθεν, με επίδραση του ερωτηματικού ποῦ].