ἡ, = πρέσβεα, St.Byz. s.v. Αγάμμεια, dub. in A.Supp.727.
[Seite 698] ἡ, ion. = πρέσβα, das Alter. S. πρέσβις.
ἡ, ΜΑπρέσβα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί πρέσβεα για μετρ. λόγους].
πρέσβη -ης, ἡ zie πρεσβεία.