πραγματοποίηση

Greek Monolingual

η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πραγματοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραγματοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. πραγματοποίησις, μαρτυρείται από το 183β στον Αν. Πολυζωίδη].