πραγματοποιώ
Greek Monolingual
-έω, Ν
1. καθιστώ κάτι πραγματικό, μεταβάλλω κάτι σε πραγματικότητα, υλοποιώ («η πραγματοποίηση του σχεδίου στέφθηκε από επιτυχία»)
2. (κατ' επέκτ.) κατορθώνω, εκπληρώνω, φέρνω εις πέρας, εκτελώ, πραγματώνω («πραγματοποίησε τα όνειρά του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πράγμα, -ατος + -ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].