πραγματοποιήσιμος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που μπορεί να πραγματοποιηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραγματοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].
-η, -ο, Ν
αυτός που μπορεί να πραγματοποιηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραγματοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].