πρακτόρεια

English (LSJ)

ἡ, pecul. fem. of πράκτωρ, ADysc. Conj. 233.8.

Greek (Liddell-Scott)

πρακτόρεια: ας, ἡ, θηλ. τοῦ πράκτωρ, Ἀπολλώνιος Δ. περὶ Συνδ. 499, 28.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. πράκτωρ.