πραμάτεια
Greek Monolingual
και πραγμάτεια και ιδιωμ. τ. πραματεία, η, Ν
1. το εμπόρευμα του πλανόδιου εμπόρου, του γυρολόγου, του πραματευτή
2. εμπόρευμα, οποιοδήποτε προϊόν στο οποίο διενεργείται αγοραπωλησία
3. ευτελές αντικείμενο, ευτελές προϊόν («πάρε την πραμάτεια σου και φύγε»)
4. παροιμ. «η πραμάτεια θέλει μάτια» — λέγεται για να δηλώσει ότι ο αγοραστής πρέπει να προσέχει πολύ για να μην τον εξαπατήσει ο πραματευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. πραγματεύομαι (πρβλ. πράμα / πράγμα)].