πρασίτις

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α
είδος πολύτιμου λίθου, πιθ. το σμαράγδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πράσιον + επίθημα -ῖτις (πρβλ. σελινῖτις)].