πρασοειδής
English (LSJ)
πρασοειδές, leek-green, Hp.Prog.11, Arist.Col.795a4.
German (Pape)
[Seite 694] ές, lauchähnlich, Hippocr. u. Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρασοειδής -ές [πράσον, εἶδος] groen als prei.
Russian (Dvoretsky)
πρᾰσοειδής: Arst. = πράσινος.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾰσοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς πράσον, Ἱππ. Προγν. 40, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5. 6, κτλ.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που ως προς το χρώμα είναι όμοιος με πράσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + -ειδής].