πρειγεία

English (LSJ)

, Cret., = πρεσβεία, SIG712.18 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 697] ἡ, kretisch statt πρεσβεία, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

πρειγεία: ἡ, (= πρεσβεία) Ἐπιγρ. Κρητῶν ἐν Δήλῳ, Bul. de cor. hel. III. σ. 293.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κρητ. τ.) βλ. πρεσβεία.