πρηξών

English (LSJ)

-όνος, ὁ, = ἀγοραῖος (Sicel), Theognost.Can.38.

Greek Monolingual

-όνος, ὁ, Μ
αγοραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. προέρχεται από το πρῆξις, ιων. τ. του πρᾶξις με επίθημα -ών].