Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
προάριστο
Greek Monolingual
το, Ν ελαφρό πρόγευμα που παίρνουν τα πληρώματα του πολεμικού ναυτικού μεταξύ του πρωινού ροφήματος και του μεσημβρινού γεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ.<προ- +ἄριστον «γεύμα, πρόγευμα». Η λ., στον λόγιο τ. προάριστον, μαρτυρείται από το 1846 στον Ι. Σκυλίσση].