προαγοράζω

English (LSJ)

buy beforehand, forestall, Cod.Just.12.37.19.2.

German (Pape)

[Seite 704] vorher laufen (?).

Greek (Liddell-Scott)

προᾰγοράζω: ὡς καὶ νῦν, προαγοράζοντες τὰς προαγωγὰς Παλλάδ. ἐν Βίῳ Ἰω. Χρυσ. 60, 7.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. αγοράζω από πριν εμπόρευμα ή προϊόν το οποίο πρόκειται να παραδοθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της ημέρας της συμφωνίας
2. αγοράζω προϊόν πριν από τη συγκομιδή του («το κράτος προαγόρασε σταφίδα»).