προανάκρουσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, = προαναβολή, Sch.Od.7.208, Sch.Pi.P.1.4.

German (Pape)

[Seite 706] ἡ, = προαναβολή, Schol. Pind. P. 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

προανάκρουσις: ἡ, τὸ προανακρούεσθαι, τὸ προκαταρκτικῶς κρούειν τὸ μουσικὸν ὄργανον, προοιμίασμα, ἴδε προαναβολή, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Η. 208, Πινδ. Π. 1. 4.