προαναβολή
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
ἡ, ante-prelude, = τὰ πρὸ τοῦ προοιμίου, Sch.Pi.N.10.61 (pl.); poet. προαμβολή, Phot. s.v. προαύλια.
German (Pape)
[Seite 706] ἡ, das dem Vorspiel Vorangehende, Schol. Pind. N. 10, 62.
Greek (Liddell-Scott)
προαναβολή: ἡ, προκαταρκτικὸν μέρος προανακρούσεως, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 10. 62· ποιητ. προαμβολή, Φώτ. ἐν λ. προαύλια.
Greek Monolingual
και ποιητ. τ. προαμβολή, ἡ, Α προαναβάλλομαι
το προκαταρκτικό μέλος της αναβολής, η προανάκρουση.