προαναγκάζω

English (LSJ)

compel beforehand, Harp. s.v. ἐκ προαγωγῆς (Pass.), Them.Or.6.74b.

German (Pape)

[Seite 706] vorher zwingen, nöthigen, Harpocr. v. ἐκ προαγωγῆς.

Greek (Liddell-Scott)

προαναγκάζω: ἀναγκάζω ἐκ τῶν προτέρων, Θεμίστ. 74Β, Ἁρποκρ.

Greek Monolingual

Α
αναγκάζω κάποιον εκ τών προτέρων.