ἀναγκάζω
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
fut.
A ἀναγκάσω E.Andr.337, Th.5.35 (later 2pl. ἀναγκᾶτε Arch.Pap.6.286): pf. ἠνάγκακα Pl.Hipparch.232b: plpf. ἠναγκάκειν D.33.28: (ἀνάγκη):—force, compel, mostly c. acc. pers. et inf., ἀναγκάζειν τινὰ κτείνειν, πόλισμα, συνθήκας ποιεῖσθαι, etc., Hdt.1.11,98, 6.42; δρᾶν, λέγειν, etc., S.El.256, OC979, etc.: so in Pass., ἠναγκάζοντο ἀμύνεσθαι Hdt.5.101: without inf., κἄμ' ἀναγκάζεις τάδε (sc. δρᾶν) S. Ph.1368, cf. OT280; ἀναγκάζεσθαί τι to be forced [to do] a thing, Pl. Phdr.242a, 254b, cf. X.Mem.4.5.4; ἀ. τινὰ ἐς τὸ πολεμεῖν Th.1.23; ἐς τὸ ἔργον Id.2.75.
2 c. acc. pers. only, constrain a person, τὸ συνδρῶν σ' ἀναγκάσει χρέος E.Andr.337; esp. by argument, opp. ῥητορικῶς ἐλέγχειν, Pl.Grg.472b; δεινοῖς ἠναγκάσθην I was constrained, I was tortured, S.El.221, cf. X.Hier.9.2; ἠναγκασμένος, ἀναγκασθείς = under compulsion, Th.6.22, 8.99; ὑπὸ δεσμῶν ἀναγκασθείς And.1.2; φανεροὶ ἦσαν ἀναγκασθησόμενοι D.18.19.
3 c. acc. rei only, carry through by force, πόλις ἀναγκάζει τάδε E.IT595, cf. X.Mem.4.5.5, Arist.Rh.1392a27; ἠναγκασμένα λάχανα forced vegetables, Philostr. VA1.21.
4 c. acc. rei et inf., contend that a thing is necessarily so and so, μὴ ἀνάγκαζε ὃ μὴ καλόν ἐστιν αἰσχρὸν εἶναι Pl.Smp.202b, cf. Cra.432c, Tht.196b: foll. by Conj., οἱ λόγοι ἀναγκάσειαν ἂν ὅτι ἀθάνατον ψυχή R.611b.
5 abs., apply compulsion, Arist.Pol. 1304b9 (ἀναγκάζω is a gloss in Pl.Tht.153c.).
6 in surgery, use force to reduce dislocations, etc., Hp.Art.3,5, al.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): locr. ἀνακκάζω IG 92.706 A.16 (Eantea III a.C.)
• Morfología: aor. ind. ἀνήγκασεν PBremen 38.11 (II a.C.), graf. ἀνήγκασαι por ἠνάγκασε como si ἀν- fuera prep. PMich.581.11, cf. POxy.2783.29 (III a.C.), imperat. ἀνανκασέτω POxy.121.7 (III a.C.); aor. pas. ind. ἠναγκάσθην BGU 180.16 (II d.C.)
I obligar, forzar c. ac. e inf. με ἀναγκάζεις δεσπότεα τὸν ἐμὸν κτείνειν Hdt.1.11, ταῦτ' ἀναγκάζει με δρᾶν S.El.256, τίς δ' ἀναγκάσει σε τήν γε σὴν κτανεῖν; E.IA 513, cf. Hdt.1.98, 6.42, S.OC 979, E.Ba.34, Lys.12.93, 32.11, αὐτοὺς πεισθῆναί σοι Herm.Mand.12.3.3
•c. ac. de pers. y cosa ἀναγκάσαι θεοὺς ἂν μὴ θέλωσιν S.OT 280, κἄμ' ἀναγκάζεις τόδε S.Ph.1366, tb. ἀναγκάσαι ἐς τὸ πολεμεῖν Th.1.23, ἐς τὸ ἔργον Th.2.75, τὸν σπουδαῖον οὐκ ἔστιν ἀναγκάσαι οὐδὲ κωλῦσαι Chrysipp.Stoic.3.88
•c. ac. de pers. τῇ τῶν δαπανημάτων ἐνδείᾳ ἀναγκάζειν τὸν Φίλιππον Plb.9.42.4
•c. ac. de cosa τὰ δὲ κάκιστα ἀναγκάζοντας X.Mem.4.5.5, cf. Arist.Rh.1392a26
•en v. pas. ser obligado, verse obligado ὑπὸ σοῦ τι μεῖζον ἀναγκασθῆναι Pl.Phdr.242a, 254b, ὑπὸ δεσμῶν And.Myst.2, ὑπὸ τῶν πραγμάτων Plb.1.39.7
•abs. Archil.191.8, en part. ἠναγκασμένος forzado Th.6.22, ἡδίω ... τὰ ἄγρια ... τῶν ἠναγκασμένων καὶ τεχνητῶν las (legumbres) silvestres son más agradables que las cultivadas y artificiosas Philostr.VA 1.21.
II c. iguales constr., en cont. específicos
1 obligar legalmente, mandar, apremiar (Λυκοῦργος) ἠνάγκασε δημοσίᾳ πάντας πάσας ἀσκεῖν τὰς ἀρετάς X.Lac.10.4, οὐδείς ὑμᾶς ἀναγκάζει παρά τὴν ὑμετέραν γνώμην ψηφίζεσθαι Lys.12.91, πόλις ἀναγκάζει τάδε E.IT 595.
2 aplicar la fuerza o la violencia en las revoluciones, Arist.Pol.1304b9
•torturar X.Hier.9.2, en v. pas. δεινοῖς ἠναγκάσθην S.El.221, cf. E.Io 1215.
3 medic. forzar, encajar a la fuerza una dislocación para reducirla, Hp.Art.3, 5.
4 en el razonamiento forzar, obligar a admitir algo lógicamente, llevar a la convicción οὐ γάρ με σὺ ἀναγκάζεις no me convences, no admito tus razonamientos Pl.Grg.472b, ὅτι ... ἀθάνατον ψυχὴ ... οἱ ἄλλοι (λόγοι) ἀναγκάσειαν ἄν los demás (razonamientos) obligarían a admitir la inmortalidad del alma Pl.R.611b
•c. ac. de cosa afirmar que forzosamente una cosa es μὴ ... ἀνάγκαζε ὃ μὴ καλόν ἐστιν αἰσχρὸν εἶναι Pl.Smp.202b, cf. Cra.432c, Tht.196b.
German (Pape)
[Seite 182] (plusqpf. ἠναγκάκειν, Dem. 33, 28), nötigen, zwingen, von Soph. an bei den Attikern häufig; auch Her., ἠναγκάζοντο 5, 101; ἀναγκαζόμενος, dem ἑκών entgegengesetzt, Plat. Rep. II, 370 c, wie dem δι' ἑαυτόν Dem. 19, 157; ἡ πόλις ἀναγκάζει τοὺς νόμους μανθάνειν, der Staat nöthigt, die Gesetze zu lernen, Plat. Prot. 326 c; ὁ σοφιστὴς ἠνάγκαζεν ἡμᾶς ὁμολογεῖν, zwang uns, ihm beizustimmen, Soph. 240 c; Soph. ἀναγκάζεις ἐμὲ τάδε, du zwingst mich dazu, Phil. 1352, wie Plat. Rep. V, 473 a; τὰ κάκιστα ἀναγκάζοντες Xen. Mem. 4, 5, 5; μὴ ἀναγκάζειν πόλιν Ἑλληνίδα ὅ τι μὴ αὐτοὶ ἐθέλοντες διδοῖεν An. 5, 10, 6; auch der bloße acc. der Sache, ὅ τι δ' ἂν τὸ πρᾶγμα αὐτὸ ἀναγκάζῃ, wozu die Sache selbst nöthigt, Dem. 18, 4 (aber ἀναγκάζειν τὰ ἀφροδίσια Xen. Mem. 2, 1, 30, gegen die Natur erzwingen); pass., πρὶν ὑπὸ σοῦ τι μεῖζον ἀναγκασθῆναι Plat. Phaedr. 242 a; δεινὰ καὶ παράνομα ἀναγκαζομένω 254 a. Dieser Zwang kann auch ein gesetzlicher sein, Xen. Lac. 10, 4 Λυκοῦργος ἠνάγκαζε δημοσίᾳ πάντας ἀσκεῖν; oder durch Vernunftgründe nöthigen, überzeugen, beweisen, im Gegensatz von πείθειν, Plat. Gorg. 472 b; τούτῳ αὐτῷ ἀναγκάζομεν μὴ εἶναι ψευδῆ δόξαν Theaet. 196 b, wir beweisen hiermit eben, daß; behaupten, als erwiesen annehmen, μὴ ἀνάγκαζε, ὃ μὴ καλόν ἐστιν αἰσχρὸν εἶναι Conv. 202 a; ἀπίθανος ἂν εἴη ὁ ἄγνωστα αὐτὰ εἶναι ἀναγκάζων Parm. 133 c. Bei Dichtern auch ängstigen, peinigen, δεινοῖς ἀναγκἀζεσθαι Soph. El. 214.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναγκάσω, ao. ἠνάγκασα, pf. ἠνάγκακα, pqp. ἠναγκάκειν;
Pass. f. ἀναγκασθήσομαι, ao. ἠναγκάσθην, pf. ἠνάγκασμαι;
1 forcer, contraindre : τινά τι ou ἔς τι qqn à qch ; τινα avec l'inf. qqn à ; abs. contraindre par la force ; Pass. ἠναγκασμένος = qui a agi par contrainte;
2 opprimer, accabler.
Étymologie: ἀνάγκη.
Russian (Dvoretsky)
ἀναγκάζω:
1 принуждать, заставлять, вынуждать (τινὰ ποιεῖν τι Her., Soph., Xen., Plat.; τινά τι Soph. и τινὰ ἔς τι Thuc.; ὑπό τινος ἀναγκασθῆναί τι Plat.): ἠναγκασμένοι (ἣ) ἔμμισθοι Thuc. (работающие) принудительно или по вольному найму;
2 убедительно говорить, убеждать: ἐγώ σοι οὐχ ὁμολογῶ, οὐ γάρ με συ ἀναγκάζεις Plat. я с тобой не согласен, так как слова твои не убедительны;
3 настаивать: ὁ ἄγνωστόν τι εἶναι ἀναγκάζων Plat. настойчиво утверждающий непознаваемость чего-л.;
4 применять насилие (κινοῦσι τὰς πολιτείας ἀναγκάζοντες Arst.): ἠναγκασμένος Eur. насильственно вторгшийся, непрошенный пришелец;
5 мучить, терзать (δεινοῖς ἀναγκάζεσθαι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγκάζω: μέλλ. -άσω: πρκμ. ἠνάγκακα Πλάτ. Ἵππαρχ. 232Β: ὑπερσυντ. -ειν Δημ. 901. 20 (ἀνάγκη). Βιάζω, ἀναγκάζω, τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτιατ. προσώπ. καὶ ἀπαρεμφ., ἀναγκ. τινὰ κτείνειν, ποιεῖσθαι, κτλ. Ἡροδ. 1.11, 98., 6. 42· δρᾶν, λέγειν, κτλ., Σοφ. Ἠλ. 256, Ο. Κ. 979, κτλ., πρβλ. Ο.Κ. 589 (ἔνθα πρέπει νὰ ἐξυπακουσθῇ σε ἢ τοὺς Ἀθηναίους), κτλ.: οὕτως ἐν τῷ παθ., ἠναγκάζοντο ἀμύνεσθαι Ἡροδ. 5. 101: - οὕτω καὶ ἄνευ ἀπαρεμφ., κἄμ’ ἀναγκάζεις τόδε; (ἐνν. δρᾶν) Σοφ. Φ. 1366· πρβλ. Ο.Τ. 260· ἀναγκάζεσθαί τι, ἀναγκάζεσθαι [ποεῖν] τι, Πλάτ. Φαῖδρ. 242Α, 254Β, πρβλ. Ξεν. Ἀπομ. 4. 5, 4: ὡσαύτως, ἀν. τινὰ ἐς τὸ πολεμεῖν Θουκ. 1. 23· ἐς τὸ ἔργον ὁ αὐτ. 2. 75. 2) μ. αἰτ. προσ. μόνον, ἐξαναγκάζω τινά, ἰδίως δι’ ἰσχυρῶν ἐπιχειρημάτων, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ πείθειν, Πλάτ. Γοργ. 472Β· δεινοῖς ἠναγκάσθην, ἐπιέσθην, ἐβασανίσθην, Σοφ. Ἠλ. 221, πρβλ. Ξεν. Ἱερ. 9, 2· ἠναγκασμένος, ἀναγκασθεὶς Θουκ. 6. 22., 8. 99, πρβλ. 7. 62· ὑπὸ δεσμῶν ἀναγκάζεσθαι Ἀνδοκ. 1. 9 · φανεροὶ ἦσαν ἀναγκασθησόμενοι Δημ. 231. 16. 3) μ. αἰτ. πράγ. μόνον, ἐπιβάλλω διὰ τῆς βίας, πόλις ἀναγκάζει τάδε Εὐρ. Ι. Τ. 595, πρβλ. Ξεν. Ἀπομ. 4. 5, 5, Ἀριστ. Ρητ. 2 .19, 9· ἠναγκασμένα λάχανα, τὰ βεβιασμένα διὰ κόπρου ἢ τεχνητῆς θερμότητος, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὰ ἄγρια καὶ αὐτόματα, Φιλόστρ. 27. 4) μέ αἰτ. πράγμ. καὶ ἀπαρ., ἰσχυρίζομαι ὅτι πρᾶγμά τι ἀναγκαίως ἔχει οὕτως ἢ ἄλλως, μὴ τοίνυν ἀνάγκαζε, ὃ μὴ καλόν ἐστιν, αἰσχρὸν εἶναι Πλάτ. Συμπ. 202Α · πρβλ. Κρατ. 432C, Δ, Θεαίτ. 196Β· ὡσαύτως, ἑπομένου συνδέσμου, ἀν. ὅτι ἀθάνατον ψυχή, ὁ αὐτ. Πολ. 611Β. 5) ἀναγκάζω διὰ βίας, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4. 12· - ἴσως οὕτω πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ἡ λέξις καὶ ἐν Θεαιτ. Πλάτ. 153C, ἔνθα ἡ ἔννοια τοῦ χωρίου δὲν εἶναι λίαν σαφής.
English (Thayer)
(imperfect ἠνάγκαζον); 1st aorist ἠνάγκασα; 1st aorist passive ἠναγκάσθην; (from ἀνάγκη); (fr. Sophocles down); to necessitate, compel, drive to, constrain, whether by force, threats, etc., or by persuasion, entreaties, etc., or by other means: τινα, τινα followed by an infinitive, Luke 14:23.
English (Strong)
from ἀνάγκη; to necessitate: compel, constrain.
Greek Monolingual
(Α ἀναγκάζω)
1. πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, επιβάλλω με τη βία
2. παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω
μσν.- νεοελλ.
πιέζω κάποιον στενοχωρώντας τον, τον στενοχωρώ, τον φέρνω σε δύσκολη θέση
αρχ.
ισχυρίζομαι, επιμένω ότι κάτι είναι αναγκαίο έτσι ή αλλιώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη.
ΠΑΡ. ανάγκασμα, αναγκαστός
αρχ.
ἀναγκαστήρ
νεοελλ.
ανάγκαση, αναγκασμός.
ΣΥΝΘ. εξαναγκάζω, καταναγκάζω
αρχ.
ἀπαναγκάζω, διαναγκάζω, εἰσαναγκάζω, ἐπαναγκάζω, παραναγκάζω, περιαναγκάζω, προαναγκάζω, προσαναγκάζω, προσδιαναγκάζω, συγκαταναγκάζω, συναναγκάζω, ὑπαναγκάζω.
Greek Monotonic
ἀναγκάζω: μέλ. -άσω, παρακ. ἠνάγκᾰκα, υπερσ. -ειν· (ἀνάγκη)· βιάζω, εξαναγκάζω, κυρίως με αιτ. προσ. και απαρ., ἀν. τινὰ ποιεῖσθαί τι, λέξειν κ.λπ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, Παθ., ἠναγκάζοντο ἀμύνεσθαι, στον ίδ.· χωρίς το απαρ., ἀναγκάζεσθαί τι, είμαι αναγκασμένος να κάνω κάτι, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, ἀναγκάζειν τινὰ ἔς τι, σε Θουκ.
2. με αιτ. προσ. μόνο, εξαναγκάζω κάποιον με ισχυρά επιχειρήματα, σε Πλάτ. — Παθ., ἠναγκάσθην, πιέστηκα, βασανίστηκα, σε Σοφ.· ἠναγκασμένος, ἀναγκασθείς, κάτω από πίεση, εξαναγκασμό, σε Θουκ.
3. με αιτ. πράγμ. μόνο, επιβάλλω δια της βίας, σε Ευρ.
4. με αιτ. πράγμ. και απαρ., ισχυρίζομαι ότι κάτι είναι απαραιτήτως έτσι ή αλλιώς, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἀνάγκη
1. to force, compel, mostly c. acc. pers. et inf., ἀν. τινὰ ποιεῖσθαι τι, λέγειν, etc., Hdt., etc.:—so Pass., ἠναγκάζοντο ἀμύνεσθαι Hdt.;—without the inf., ἀναγκάζεσθαί τι to be forced to do a thing, Plat., etc.:—also, ἀναγκάζειν τινὰ ἔς τι Thuc.
2. c. acc. pers. only, to constrain by argument, Plat.: Pass., ἠναγκάσθην I was constrained, tortured, Soph.; ἠναγκασμένος, ἀναγκασθείς under compulsion, Thuc.
3. c. acc. rei only, to carry through by force, Eur.
4. c. acc. rei et inf. to prove that a thing is necessarily so and so, Plat.
Chinese
原文音譯:¢nagk£zw 安-昂卡索
詞類次數:動詞(9)
原文字根:向上-緊壓 相當於: (מָשַׁל)
字義溯源:迫使,強迫,強逼,壓制,勉強,催,不得已;源自(ἀνάγκη)=必須);由(ἀνά)*=上,回復)與(ἀγκάλη)=手臂)組成,而 (ἀγκάλη)出自(ἄγκιστρον)X*=彎曲)。這字大都用作:勉強或催促別人;如果用力來勉強別人,便是強迫,如保羅從前用刑來強迫信徒說褻瀆話( 徒26:11)。比較幾個有關強迫的編號:
1) (ἀναγκάζω)動詞,迫使,強迫 2) (ἀνάγκη)動詞,強迫,痛苦 3) (δεῖ)動詞,必須,應當 4) (θλῖψις)名詞,壓迫,患難 5) (ὀφείλημα)動詞,欠債,盡義務
同源字:1) (ἀναγκάζω)迫使 2) (ἀναγκαῖος)必須的 3) (ἀναγκαστῶς)強制地 4) (ἀνάγκη)強迫 5) (ἐπάναγκες)必須地參讀 (ἀγγαρεύω)的同義字
出現次數:總共(9);太(1);可(1);路(1);徒(2);林後(1);加(3)
譯字彙編:
1) 還勉強(1) 加2:14;
2) 都勉強(1) 加6:12;
3) 他⋯催(1) 可6:45;
4) 勉強(1) 加2:3;
5) 強迫了(1) 林後12:11;
6) 勉強人(1) 路14:23;
7) 強逼(1) 徒26:11;
8) 我不得已(1) 徒28:19;
9) 他催(1) 太14:22
Lexicon Thucydideum
cogere, to compel, force, 1.23.6, 1.107.2, 2.15.2, 2.75.3, 3.71.1, 3.90.3, 4.12.1, 4.74.3, 4.125.1, 5.35.3, 5.84.2, 6.92.3, 7.38.2, 7.39.2, 7.51.1, 7.60.3, 8.3.1, 8.76.1, 8.76.4, 8.90.5, 8.96.4, [ 8.95.4, ἀναγκάζειν an or ἐξαν.cf. Popp. adn. compare Poppo's note]
PASS. 1.28.3, 1.71.3, 1.76.1, 1.118.2. 1.136.2. 2.83.1, 2.83.3, 2.89.6. 3.2.1. 3.4.2, 3.27.1, 3.33.3, 3.39.2,
item Ib. likewise there 3.7.1. 3.53.3. 4.25.1. 4.27.4, 4.30.2, 4.59.2, 5.7.1. 5.7.3. 5.25.3, 5.36.1, 6.24.1, 6.69.1, 6.87.2, 6.87.4. 7.13.1. 7.21.3, 7.57.6, 7.62.4,
eo necessitatis venimus., we have come to this point of necessity. 7.71.2. 7.71.4. 7.77.5, 7.81.3, 7.84.3, 8.41.3, 8.57.1. 8.61.1. 8.88.1. 8.95.2. 8.95.3. 8.99.1,
coaclus, forced, 6.22.1, 7.62.2,
quam committere cogimur., which we are compelled to commit.
Translations
force
Arabic: أَجْبَرَ, اِضْطَرَّ; Egyptian Arabic: اجبر; Armenian: ստիպել, հարկադրել, բռնանալ; Asturian: forciar; Belarusian: прымушаць, прымусіць, змушаць, змусіць; Bulgarian: принуждавам, принудя, заставям, заставя; Catalan: forçar; Cebuano: lugos; Chinese Cantonese: 逼; Mandarin: 強迫/强迫, 迫使, 迫, 逼迫, 逼, 脅迫/胁迫; Czech: nutit, donutit, přinutit; Danish: tvinge; Dutch: dwingen tot, overweldigen; Esperanto: devigi; Estonian: sundima; Finnish: pakottaa; French: forcer, contraindre; Galician: obrigar; Georgian: იძულებულს ხდის; German: zwingen; Gothic: 𐌰𐌽𐌰𐌵𐌹𐌿𐌾𐌰𐌽, 𐌱𐌰𐌹𐌳𐌾𐌰𐌽; Greek: αναγκάζω; Ancient Greek: ἀναγκάζω, βιάζω; Hungarian: kényszerít, erőltet, rákényszerít, ráerőszakol; Italian: forzare, costringere; Japanese: 強いる; Korean: 강요하다; Latin: obligo; Latvian: piespiest; Lithuanian: versti, priversti; Macedonian: тера, присилува, принудува; Malagasy: manery; Norman: forchi; Norwegian: tvinge; Old English: nīedan; Polish: zmuszać, zmusić; Portuguese: forçar, obrigar, compelir; Romanian: forța, supune, violenta; Russian: заставлять, заставить, принуждать, принудить; Serbo-Croatian Cyrillic: си̏лити, прѝсилити, присиљавати; Roman: sȉliti, prìsiliti, prisiljávati; Slovak: nútiť, donútiť, prinútiť; Spanish: obligar; Swedish: tvinga; Telugu: బలాత్కరించు; Thai: บังคับ; Ukrainian: примушувати, примусити, змушувати, змусити