προαναξέω

English (LSJ)

scrape first, Crito ap. Gal.13.794.

Greek Monolingual

Α
ξύνω κάτι για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀναξέω «ξύνω καλά, κάνω κάτι λείο»].