προαποδημώ

Greek Monolingual

προαποδημῶ, -έω, ΝΜ ἀποδημῶ
πεθαίνω νωρίτερα από άλλον ή πριν από κάποιο γεγονός
νεοελλ.
ξενιτεύομαι νωρίτερα.