[Seite 709] vorher bewässern, Clem. Al. strom. 1, 1, 17.
προαρδεύω: ἀρδεύω, ποτίζω πρότερον, τὴν γῆν Κλήμ. Ἀλ. 326.
ΜΑαρδεύω προηγουμένως, ποτίζω εκ τών προτέρων.