προαφορίζω

Greek (Liddell-Scott)

προαφορίζω: ὁρίζω πρότερον, οὕτω προαφώριστο τῷδε τὸ κράτος Ἐφραίμιος Καισ. 826, 22.

Greek Monolingual

Μ
καθορίζω κάτι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀφορίζω «ορίζω, καθορίζω»].