καθορίζω
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
determine, τὰς αἰτίας τινός Phld.D.1.14; bound, define, Hsch.:—Med., lay claim to, τόπους Sammelb.5240.9 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 1281] reinigen, LXX. u. N.T. begränzen, bestimmen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
καθορίζω: ὡς καὶ νῦν, «ὁρίζω» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(Α καθορίζω)
ορίζω κάτι με ακρίβεια, προσδιορίζω (α. «μόνος του θα καθορίσει την ημερομηνία της συνάντησης» β. «καθορίζω τὰς αἰτίας τινός», Φιλόδ.)
νεοελλ.
διασαφηνίζω, διευκρινίζω
αρχ.
μέσ. καθορίζομαι
πάπ. εγείρω αξιώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὁρίζω (< ὅρος)].