προβαταία

English (LSJ)

ἡ, = ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰταία: ἡ, ἕτερον ὄνομα τοῦ φυτοῦ ὠκιμοειδές, Διοσκ. (ἐκ τῶν νόθων) 4. 28.

Greek Monolingual

ἡ, Α
το φυτό ωκιμοειδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. -αία (πρβλ. δαφναία)].