προβατοφθόρος

German (Pape)

[Seite 711] Schafe vernichtend, Sp.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός κατάστρέφει τα πρόβατα, που αφανίζει τα πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ψυχοφθόρος.