προδιαθερμαίνω

English (LSJ)

warm through before, in Pass., Gal.7.187.

Greek (Liddell-Scott)

προδιαθερμαίνω: θερμαίνω ἐντελῶς πρότερον, Γαλην. τ. 7, σ. 77.

Greek Monolingual

Α
θερμαίνω εντελώς κάτι από πριν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαθερμαίνω «θερμαίνω κάτι εντελώς»].