προδιακαίω

English (LSJ)

burn completely before, Herasap.Gal.13.423 (Pass.), Crito ap. eund.13.37 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

προδιακαίω: διακαίω προηγουμένως, Γαλην. τ. 13, σ. 617.

Greek Monolingual

Α
διακαίω κάτι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διακαίω «καίω, καυτηριάζω»].