προεδριλίκι

Greek Monolingual

το, Ν
(με ειρωνική σημ.) το αξίωμα του προέδρου («ὁλοι θέλουν το προεδριλίκι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόεδρ-ος + κατάλ. -(ι)λίκι (πρβλ. καπετανιλίκι, υπουργιλίκι)].