προερρήθην

French (Bailly abrégé)

v. *προέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προερρήθην aor. pass. van* προείρω.

Russian (Dvoretsky)

προερρήθην: стяж. προὐρρήθην aor. pass. к προαγορεύω или προερέω.