προζύμιον
Greek (Liddell-Scott)
προζύμιον: [ῡ], τό, λέξ. μεταγενεστ. ἀντὶ τοῦ ζύμη, Ἐκκλ. ― προζῡμίτης, ου, ὁ, ὁ μεταχειριζόμενος ἐν τῇ μεταλήψει ἄρτον ἔνζυμον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἁζυμίτης, Κηρουλάρ. 741C, ἴδε Δουκάγγ.
προζύμιον: [ῡ], τό, λέξ. μεταγενεστ. ἀντὶ τοῦ ζύμη, Ἐκκλ. ― προζῡμίτης, ου, ὁ, ὁ μεταχειριζόμενος ἐν τῇ μεταλήψει ἄρτον ἔνζυμον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἁζυμίτης, Κηρουλάρ. 741C, ἴδε Δουκάγγ.