ζύμη
τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable
English (LSJ)
[ῡ], ἡ, leaven, Arist.GA755a18, LXX Ex.12.15; beer-yeast, PTeb.375.27 (ii A.D.), etc.: metaph., of corruption, falsehood, Ev. Matt.16.6, etc. (ζῡ-μᾱ or ζῡσ-μᾱ, cf. Skt. yauti 'mix', Skt. yūs, Lat. jūs 'soup', Lett. jaut 'stir dough', javs 'dough'.)
German (Pape)
[Seite 1141] ἡ (vgl. ζέΕω), Sauerteig, Arist. gener. anim. 3, 5 u. S0., wie N.T.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
levain.
Étymologie: ζέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζύμη -ης, ἡ zuurdesem, gist; overdr.. προσέχετε ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων hoedt u voor de zuurdesem van de Farizeeën NT Mt. 16.6.
Russian (Dvoretsky)
ζύμη: (ῡ) ἡ закваска, дрожжи Arst., NT.
English (Strong)
probably from ζέω; ferment (as if boiling up): leaven.
English (Thayer)
ζύμης, ἡ (ζέω (but cf. Curtius, p. 626f; Vanicek, p. 760)), leaven: Aristotle, gen. an. 3,4; Josephus, Antiquities 3,10, 6; Plutarch, mor., p. 289f (quaest. Romans 109)); τοῦ ἄρτου, 1 Corinthians 5:(Ignatius ad Magnes. 10 [ET]); viewed in its tendency to infect others, ζύμη τῶν Φαρισαίων: Luke, the passage cited more correctly (definitely?) of their hypocrisy. It is applied to that which, though small in quantity, yet by its influence thoroughly pervades a thing: either in a good sense, as in the parable ζυμόω); or in a bad sense, of a pernicious influence, as in the proverb μικρά ζύμη ὅλον τό φύραμα ζυμοῖ, a little leaven leaveneth the whole lump, which is used variously, according to the various things to which it is applied, viz. a single sin corrupts a whole church, Galatians 5:9; but many interpretations explain the passage 'even a few false teachers lead the whole church into error.'
Greek Monolingual
η (AM ζύμη)
όξινο φύραμα αλευριού το οποίο, όταν αναμιχθεί με μεγάλη μάζα αλευριού και νερού, προκαλεί τη ζύμωσή της, προζύμι, μαγιά
νεοελλ.
1. το μίγμα από αλεύρι και νερό, το ζυμάρι
2. μτφ. το ψυχικό φύραμα κάθε ατόμου, η μάζα τών ψυχικών του ιδιοτήτων και προδιαθέσεων, η φύση του («αυτό το παιδί είναι από καλή ζύμη»)
3. (χημ. τροφ.) στον πληθ. οι ζύμες
μονοκύτταροι κατά κανόνα οργανισμοί μέλη της οικογένειας Saccharo-mycetaceae, που είναι παράγοντες της αλκοολικής ζύμωσης στην μπίρα, στο κρασί, στον μηλίτη και ενεργά στοιχεία της μαγιάς στην αρτοποιία
4. φρ. «ζύμη προζύμι» — είδος παιχνιδιού
αρχ.
1. (για είδος ζύθου) η μαγιά της μπίρας
2. μτφ. ο ζήλος («ἑορτάζωμεν μὴ ἐν ζύμῃ παλαιᾷ», ΚΔ)
3. (μτφ. με κακή σημασία) ψευδοδιδασκαλία, διαφθορά, φαυλότητα, ηθική κατάπτωση («προσέχετε άπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θεωρείται μετονοματικό παράγ. (κατά το αλς > άλμη) και ανάγεται πιθ. σε ΙΕ τ. ius-ma «σούπα, ζουμί», από τον οποίο παράγονται το αρχ. ινδ. yus και το λατ. iūs «σούπα, ζουμί». Η ερμηνεία αυτή παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα, επειδή η σημασία του ζύμη διαφέρει σημαντικά από τη σημασία τών άλλων ΙΕ προελεύσεως λέξεων με τις οποίες συνδέεται. Ο ίδιος ο αρχικός ΙΕ τ. ius-ma συνδέεται πιθ. με κάποιο ΙΕ ρ. με σημασία «αναμιγνύω, ανακατεύω», όπως συνάγεται από τα αρχ. ινδ. yauti και λιθ. jauju, jauti, ρήματα με την ανωτέρω σημασία.
ΠΑΡ. ζυμόω (> ζυμώνω)
αρχ.
ζυμίζω, ζυμίτης, ζυμώδης
μσν.- νεοελλ.
ζυμάρι(ον).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ζυμοειδής
αρχ.
ζυμουργός
νεοελλ.
ζυμέλαιο, ζυμογόνο, ζυμόμετρο, ζυμομύκης, ζυμοτεχνία
(Β' συνθετικό) άζυμος, εύζυμος
αρχ.
ακρόζυμος, απόζυμος, κατάζυμος
νεοελλ.
αυτόζυμος, ένζυμος, επτάζυμος, εφτάζυμος].
Greek Monotonic
ζύμη: [ῡ], ἡ (ζέω), προζύμι, μαγιά· μεταφ., διαφθορά, πλάνη, ψευδοδιδασκαλία, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
ζύμη: ῡ, ἡ, (ἴδε ζέω) προζύμιον, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 3. 4, 3, Ἑβδ. (Ἐξόδ. ιβ΄, 15)· πρβλ. ζυμόω· - μεταφορ., διαφθορά, ψευδοδιδασκαλία, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϛ΄, 6, κτλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: leaven, beer-yeast (Arist.).
Compounds: Compp., e. g. ζυμ-ουργός who prepares beer-yeast (pap.), ἄ-ζυμος without beer-yeast, unleavened (Pl., Hp.).
Derivatives: ζυμίτης (ἄρτος) leavened bread (Cratin. 99 [?], Hp., X.; Redard Les noms grecs en -της 89); ζυμώδης like leaven (Arist.). Denomin. verbs: 1. ζυμόομαι, -όω be leavened; ferment (Hp., Plu.) with ζύμωσις fermentation (Pl. Ti. 66b usw.), ζύμωμα fermented mass (Pl. Ti. 74b, Nic.); ζυμ-ωτός fermented, -ωτικός bringing in fermentattion (Diocl. Med.). 2. ζυμίζω be like yeast (Dsc.).
Origin: IE [Indo-European] [507] *i̯uHs- mix, bring in movement?
Etymology: Like ἅλ-μη salt water a. o. (Chantraine Formation 148) ζύμη may be derived from a noun, from an IE word for fermentation, soup, Skt. yūṣ-, Lat. iūs n., i.e. IE *i̯ūs-mā (on the phonetics Schwyzer 333). Other derivv. (or reshapings) of this s-stem are Skt. yūṣ-án- (suppletiv.), yūṣ-á- id., Lith. jū́š-ė fish-soup, bad soup, Slav., e. g. Russ. uch-á (old u-diphthong) (fermented) fish-soup, Finn.-PNord. juusto, ONo. ostr cheese (PGerm. *i̯us-ta-) a. o. At the basis is prob. a verb w. the meaning mix, Skt. yáuti, Lith. jáuju, jáuti (jaũti). Further details in W.-Hofmann s. 2. iūs, Vasmer Russ. et. Wb. s. uchá. - S. also ζωμός.
Middle Liddell
ζύ¯μη, ἡ, [ζέω]
leaven:—metaph. of corruption, falsehood, NTest.
Frisk Etymology German
ζύμη: {zú̄mē}
Grammar: f.
Meaning: Sauerteig (Arist., LXX, Pap., NT).
Composita: Kompp., z. B. ζυμουργός Bereiter von Sauerteig (Pap.), ἄζυμος ohne Sauerteig, ungesäuert (Pl., Hp., LXX, NT u. a.).
Derivative: Ableitungen: ζυμίτης (ἄρτος) gesäuertes Brot (Kratin. 99 [?], Hp., X., LXX u. a.; Redard Les noms grecs en -της 89); ζυμώδης sauerteigähnlich (Arist.). Denominative Verba: 1. ζυμόομαι, -όω gesäuert werden; säuern, in Gärung bringen (Hp., LXX, Plu. usw.) mit ζύμωσις Säuerung (Pl. Ti. 66b usw.), ζύμωμα versäuerte, gärende Masse (Pl. Ti. 74b, Nik.); ζυμωτός gesäuert, -ωτικός in Gärung bringend (Diokl. Med.). 2. ζυμίζω einem Sauerteig ähnlich sein (Dsk.).
Etymology: Wie z. B. ἅλμη ‘Salzwasser, -lake’ u. a. (Chantraine Formation 148) kann auch ζύμη von einem Nomen abgeleitet sein, u. z. von einem idg. Wort für Brühe, Suppe, aind. yūṣ-, lat. iūs n., somit idg. *i̯ūs-mā (zum Lautlichen Schwyzer 333). Andere Ableitungen (bzw. Umbildungen) desselben s-Stamms sind aind. yūṣ-án- (suppletivisch), yūṣ-á- ib., lit. jū́š-ė Fischsuppe, schlechte Suppe, slav., z. B. russ. uch-á (alter u-Diphthong) Brühe, Fischsuppe, finn.-urnord. juusto, ano. ostr Käse (urg. *i̯us-ta-) u. a. Zugrunde liegt wahrscheinlich ein Verb der Bedeutung durcheinandermengen, vermischen, aind. yáuti, lit. jáuju, jáuti (jaũti). Weitere Einzelheiten m. Lit. bei W.-Hofmann s. 2. iūs, Vasmer Russ. et. Wb. s. uchá. — S. auch ζωμός.
Page 1,616
Chinese
原文音譯:zÚmh 緒姆
詞類次數:名詞(13)
原文字根:酵 相當於: (חָמֵץ / מַחְמֶצֶת) (שְׂאֹר)
字義溯源:酵*,麵酵;或源自(ζέω)=熱的*)。( 太13:33; 路13:21)說到天國好像麵酵,慢慢的長大,直到充滿全世界。其他的十二次都是隱喻法利賽人,撒都該人的教訓。保羅用以色列人除酵節的事,來提醒哥林多信徒,要除去罪和不正確的教訓,免得害及全群
同源字:1) (ἄζυμος)無酵的 2) (ζύμη)酵 3) (ζυμόω)發酵
出現次數:總共(13);太(4);可(2);路(2);林前(4);加(1)
譯字彙編:
1) 酵(9) 太16:6; 太16:11; 太16:12; 可8:15; 可8:15; 路12:1; 林前5:7; 林前5:8; 林前5:8;
2) 麵酵(4) 太13:33; 路13:21; 林前5:6; 加5:9
Mantoulidis Etymological
(=προζύμι). Πιθανόν άπ' τό ζέω (=βράζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.