προημιτελικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. (για αγώνα) αυτός που γίνεται πριν από τον ημιτελικό
2. το αρσ. ως ουσ. ο προημιτελικός
(αθλ.) ο αγώνας που γίνεται πριν από τον ημιτελικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ημιτελικός].
-ή, -ό, Ν
1. (για αγώνα) αυτός που γίνεται πριν από τον ημιτελικό
2. το αρσ. ως ουσ. ο προημιτελικός
(αθλ.) ο αγώνας που γίνεται πριν από τον ημιτελικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ημιτελικός].