προκάρπιον
English (LSJ)
τό, the part of the hand next the καρπός, Poll.2.142.
German (Pape)
[Seite 728] τό, die Vorderhand, Diosc., zw.
Greek (Liddell-Scott)
προκάρπιον: τό, τὸ μέρος τῆς χειρὸς τὸ πρὸ τοῦ καρποῦ Πολυδ. Β΄, 142.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το πρόσθιο μέρος του χεριού μέχρι τον καρπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καρπός (ΙΙ) (πρβλ. μετακάρπιον)].