προκάτημαι
English (LSJ)
Ionic for προκάθημαι.
German (Pape)
[Seite 729] ion. = προκάθημαι, Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. προκάθημαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. προκάθημαι.
Russian (Dvoretsky)
προκάτημαι: ион. = προκάθημαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προκάτημαι Ion. voor προκάθημαι.