προκάθημαι

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκάθημαι Medium diacritics: προκάθημαι Low diacritics: προκάθημαι Capitals: ΠΡΟΚΑΘΗΜΑΙ
Transliteration A: prokáthēmai Transliteration B: prokathēmai Transliteration C: prokathimai Beta Code: proka/qhmai

English (LSJ)

Ion. προκάτημαι, prop. pf. of προκαθέζομαι:—
A to be seated before, π. τοσοῦτο πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος lie so far in front of Greece, of the Thessalians, Hdt.7.172.
2 c. gen., to be seated or lie before a place, so as to defend it, ἐπὶ τῷ στόματι π. τῆς θαλάμης Arist.HA 550b5: hence, generally, protect, defend, τῶν ἑωυτοῦ, Ἰώνων, Hdt.8.36, 9.106, cf. Th.8.76, X.HG5.2.4; τῆς Ῥώμης Plb.2.24.15, al.; αἱ -καθήμεναι θεαὶ τῆς πόλεως SIG694.50 (Elaea, ii B. C.): rare in Poets, φυλακὴν… στρατιᾶς π., of sentinels, E.Rh.6 (anap.).
II preside over, τὸ προκαθήμενον τῆς πόλεως Pl.Lg.758d; τοῦ πλήθους Arist.Pol.1322b14: metaph., γεύσεως ὄσφρησις π. Ph.1.603.
2 abs., sit in public or preside, Plb.5.63.7, etc.; οἱ π. ἄρχοντες Id.12.16.6.
b sit at meals, καθ' ἡλικίαν καὶ τιμήν Str.3.3.7.

German (Pape)

[Seite 726] (s. ἧμαι), ion. προκάτημαι, davorsitzen, -liegen, vor einem Orte gelegen sein, τοσοῦτο πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος, Her. 7, 172, bes. aber davorliegen, -stehen zum Schutz, zur Vertheidigung, τινός, 8, 36. 9, 106; τῆς πόλεως, Plat. Legg. VI, 758 d; ὁ νόμος, Antiph. 6, 21; Eur. vrbdt auch οἳ τετράμοιρον νυκτος φρουρὰν προκάθηνται, Rhes. 7; τὸ προκαθήμενον τῆς πόλεως, Plat. Legg. VI, 758 d; τῶν πραγμάτων, Pol. 3, 56, 5, u. ä. oft; auch ἐν τῇ Τυῤῥηνίᾳ, 2, 25, 2; ἐπ ὶ τῶν τόπων, 3, 86, 1, auch = öffentlich dasitzen, z. B. zu Gericht od. dgl., 5, 63, 7. 12, 16, 6, ἐπὶ βήματος, D. L. 49, 40. – voransitzen, auf einem Ehrenplatze, προκάθηνται καθ' ἡλικίαν καὶ τιμήν, Strab. 3, 3, 7.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
1 siéger au premier rang;
2 être situé en avant de;
3 se placer au-devant de ; veiller à la garde de, protéger, défendre, gén..
Étymologie: πρό, κάθημαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-κάθημαι, Ion. προκάτημαι zich bevinden vóór:; προκατημένους τοσοῦτο πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος (wij Thessaliërs) die op zo’n voorpost ten opzichte van de rest van Griekenland wonen Hdt. 7.172.2; overdr. beschermen, met gen.: φὰς αὐτὸς ἱκανὸς εἶναι τῶν ἑαυτοῦ προκατῆσθαι hij zei zelf in staat te zijn zijn eigendommen te beschermen Hdt. 8.36.1. voorzitten, de leiding hebben (over), met gen.: προκάθηται τοῦ πλήθους het heeft de leiding over de volksvergadering Aristot. Pol. 1322b14.

Russian (Dvoretsky)

προκάθημαι: ион. προκάτημαι (только praes. и impf.)
1 лежать впереди: προκατήμενοι πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος (sc. Θεσσαλοί) Her. фессалийцы, живущие впереди остальной Эллады; π. ἐπὶ τῷ στόματι τῆς θαλάμης Arst. (о полипе) лежать перед отверстием (своей) норки;
2 заслонять спереди, служить защитой: ἱκανὸς εἶναι ἑωυτοῦ π. Her. быть достаточно сильным, чтобы защитить себя; οἳ τετράμοιρον νυκτὸς φρουρὰν προκάθηνται Eur. (солдаты), несущие четвертую ночную стражу;
3 стоять во главе (τοῦ πλήθους Arst.): τὸ προκαθήμενον τῆς πόλεως Plat. городские (или государственные) власти;
4 восседать на первом месте, председательствовать (οἱ προκαθήμενοι ἄρχοντες Polyb.; μετὰ τῶν ἀρίστων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προκάθημαι: Ἰων. -κάτημαι, κυρίως πρκμ. τοῦ προκαθέζομαι. Κάθημαι πρό τινος, προκατημένους τοσοῦτο πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος, καθημένους, κατοικοῦντας τόσον μακρὰν πρὸ τῆς λοιπῆς Ἑλλάδος, ἐπὶ τῶν Θεσσαλῶν, Ἡρόδ. 7. 172· πρ. τῆς θαλάμης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 9. 2) κάθημαικεῖμαι ἔμπροσθεν τόπου τινός, ὥστε νὰ ὑπερασπίζω αὐτόν, ἑπομένως καθόλου, ὑπερασπίζω, τῶν ἑωυτοῦ, Ἰώνων Ἡρόδ. 8. 36., 9. 106, πρβλ. Θουκ. 8. 76, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 4· στρατιᾶς πρ., ἐπὶ τῶν φρουρῶν, Εὐρ. Ρῆσ. 6· συχνάκις παρὰ τῷ Πολυβ. ΙΙ. προεδρεύω, τὸ προκαθήμενον τῆς πόλεως Πλάτ. Νόμ. 758D· τοῦ πλήθους Ἀριστ. Πολιτ. 6. 8, 17· μεταφορ., γεύσεως ὄσφρησις πρ. Φίλων. 1. 603. 2) ἀπολ., κάθημαι δημοσίᾳπροεδρεύω, Πολύβ. 5. 63, 7, κτλ.· οἱ πρ. ἄρχοντες ὁ αὐτ. 12. 16, 6.

Greek Monolingual

ΝΜΑ και ιων. τ. προκάτημαι Α κάθημαι
1. στέκω, κάθομαι μπροστά από κάποιον άλλο
2. κάθομαι κατά προτίμηση μπροστά άπο άλλους επειδή κατέχω τιμητική θέση (α. «οι προκαθήμενοι στο θέατρο είναι συνήθως επίσημοι» β. «προκάθηνται καθ' ἡλικίαν καὶ τιμήν», Στράβ.)
3. έχω την πρωτακαθεδρία, προεδρεύω, προΐσταμαι
4. εκκλ. (το αρσ. της μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ο προκαθήμενος
α) κληρικός που κατέχει ανώτερη θέση ανάμεσα σε άλλους κληρικούς ως ηγέτης μιας Εκκλησίας (α. «ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος» — ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος
β. «ο προκαθήμενος της Δυτικής Εκκλησίας» — ο πάπας)
β) πρόεδρος τοπικής εκκλησιαστικής συνόδου
αρχ.
1. βρίσκομαι ή κατοικώ μπροστά ή μακριά από άλλους («προκατημένους τοσοῦτο πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος» — λεγόταν για τους Θεσσαλούς που βρίσκονταν μακριά από τις κύριες ελληνικές πόλεις, Ηρόδ.)
2. κάθομαι μπροστά από ένα μέρος ώστε να το υπερασπίζω («ὁ δὲ πολύπουςθῆλυς... ἐπὶ τῷ στόματι προκάθηται τῆς θαλάμης, τὴν πλεκτάνην ἐπέχων», Αριστοτ.)
3. προφυλάσσω, προστατεύω (α. «φὰς αὐτὸς ἱκανὸς εἶναι τῶν ἑαυτοῦ προκατῆσθαι», Ηρόδ.
β. «αἱ προκαθήμενοι θεαὶ τῆς πόλεως», επιγρ.)
4. κάθομαι -μπροστά από τον δήμο, προεδρεύω σε δημόσια συνεδρίαση
5. μτφ. είμαι πιο έντονος («γεύσεως ὄσφρησις προκάθηται», Φίλ.).

Greek Monotonic

προκάθημαι: Ιων. -κάτημαι, κυρίως παρακ. του προκαθέζομαι·
I. 1. κάθομαι από πριν, πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος προκαθέζομαι, είμαι μπροστά από την υπόλοιπη Ελλάδα, λέγεται για τους Θεσσαλείς, σε Ηρόδ.
2. με γεν., κάθομαι ή βρίσκομαι μπροστά από ένα μέρος, και επομένως, προστατεύω, υπερασπίζομαι, στον ίδ., Θουκ.· στρατιᾶς προκάθημαι, σε Ευρ.
II. προεδρεύω, τῆς πόλεως, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ionic -κάτημαι properly perf. of προκαθέζομαι
I. to be seated before, πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος πρ. to lie in front of the rest of Greece, of the Thessalians, Hdt.
2. c. gen. to be seated or lie before a place, and so, to protect, defend, Hdt., Thuc.; στρατιᾶς πρ. Eur.
II. to preside over, τῆς πόλεως Plat.

Lexicon Thucydideum

praesidio esse, to protect, 8.76.5, [vulgo commonly προσκ.]