προμαχώνας

Greek Monolingual

ο / προμαχών και ασυναίρ. τ. προμαχεών, -ῶνος, ΝΑ
1. μέρος φρουρίου ή οχυρού, από όπου μπορεί κανείς να μάχεται, κυρίως στις γωνίες τών φρουρίων, τών κάστρων ή τών οχυρών
νεοελλ.
γεν. φρούριο, κάστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόμαχος + επίθημα -ών, -ῶνος (πρβλ. αμπελ-ώας)].