προμηθεύομαι

English (LSJ)

= προμηθέομαι (take care beforehand, provide beforehand), c. acc., Alex.Aphr. Pr. Praef.

German (Pape)

[Seite 734] dep. med., = προμηθέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

προμηθεύομαι: ἀποθ., = προμηθέομαι, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. ἐν προοιμ.