προμηνύτρια

English (LSJ)

ἡ, she who indicates before, Sch.rec. A.Th.402.

German (Pape)

[Seite 734] ἡ, die Anzeigerinn, Verrätherinn, Schol. Aesch. Spt. 387.

Greek (Liddell-Scott)

προμηνύτρια: ἡ, ἡ ἐκ τῶν προτέρων μηνύουσα, ἀγγέλλουσα, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 402.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. προμηνυτής.