προμηνυτής

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμηνῡτής Medium diacritics: προμηνυτής Low diacritics: προμηνυτής Capitals: ΠΡΟΜΗΝΥΤΗΣ
Transliteration A: promēnytḗs Transliteration B: promēnytēs Transliteration C: prominytis Beta Code: promhnuth/s

English (LSJ)

προμηνυτοῦ, ὁ, one who gives information in advance, Vett.Val.173.19.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. προμηνύτρια, Α προμηνύω
1. (το αρσ.) αυτός που παρέχει πληροφορίες προκαταβολικά
2. το θηλ. α) αυτή που προαναγγέλλει κάτι
β) η προδότρια.