προνάϊον

Greek (Liddell-Scott)

προνάϊον: τό, (= προνήϊον, πρόναος), Ἐπιγρ. Αἰγοσθενιτῶν, L. et F. 14.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. πρόναον.