πρόναον

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

και πρόναιον και προνάϊον, τὸ, Α πρόναος
ο πρόναος.

Russian (Dvoretsky)

πρόνᾱον: ион. προνήϊον τό Luc. = πρόναιος II.