προορατικότητα
Greek Monolingual
η, Ν
η ιδιότητα του προορατικού, η ικανότητα να προβλέπει, να προμαντεύει κανείς κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προορατικός. Η λ., στον λόγιο τ. προορατικότης, μαρτυρείται από το 1874 στον Δαμ. Χριστόπουλο].
η, Ν
η ιδιότητα του προορατικού, η ικανότητα να προβλέπει, να προμαντεύει κανείς κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προορατικός. Η λ., στον λόγιο τ. προορατικότης, μαρτυρείται από το 1874 στον Δαμ. Χριστόπουλο].