προοφθαλμίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, first bud of a young vine, Gp.5.3.3.

German (Pape)

[Seite 738] ίδος, ἡ, das Vorauge, der erste Trieb des jungen Weinstocks, Geopon. 5, 3.

Greek (Liddell-Scott)

προοφθαλμίς: -ίδος, ἡ, τὸ πρῶτον βλάστημα νέου κλήματος ἀμπέλου, Γεωπ. 5. 3, 3.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Μ
το πρώτο βλάστη μα νέου κλήματος, το πρώτο μάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὀφθαλμός «μικρό φύμα νέου βλαστού» + κατάλ. -ίς, -ίδος].