φύμα

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

German (Pape)

[Seite 1316] τό, Gewächs, Erzeugniß, bes. Gewächs, Auswuchs am Leibe, Geschwür, Geschwulst; Her. 3, 133; Plat. Tim. 85 c; Pol. 1, 81, 5 u. Sp., wie Luc. Macrob. 19 u. Medic. – [Υ war kurz, wie Marc. Sid. 83 zeigt, u. Drac. p. 95, 23. 100, 22 lehrt, der aber 57, 8 bemerkt, daß die Attiker φῦμα schreiben sollten, wie sich auch bei Her. geschrieben findet, vgl. Lob. parall. p. 419.]

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
excroissance.
Étymologie: φύω.

Greek Monolingual

το / φῦμα, -ύματος, ΝΜΑ
καθετί που εκφύεται, που εξέχει στο δέρμα ή σε άλλο σημείο του σώματος, έπαρμα
νεοελλ.
1. ανατ. μικρών διαστάσεων προεξοχή οστών, της εγκεφαλικής ουσίας ή άλλων ιστών (α. «γενειακό φύμα της κάτω γνάθου» β. «σφαγιδιτικό φύμα του ινιακού οστού» γ. «ιπποκάμπιο φύμα» δ. «ρολάνδειο φύμα» ε. «δαρβίνειο φύμα του πτερυγίου του αφτιού»)
2. (ειδικά) (συγκρ. ανατ.) προεξοχή της μαθητικής επιφάνειας του δοντιού
3. ιατρ. πρωτογενής στοιχειώδης βλάβη του δέρματος, εν τω βάθει περιγεγραμμένη διήθηση του χορίου, η οποία σχηματίζει ένα προεξέχον οζίδιο βραδείας καταστρεπτικής εξελίξεως, που αφήνει πάντοτε ουλή
μσν.-αρχ.
φλεγμονή αδένων
αρχ.
1. φλεγμονή τών βουβωνικών αδένων
2. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. (τὰ) φύματα
«ψυδράκια, ψῶραι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φῡ- του φύω, φύομαι (για το θ. φῡ-, βλ. λ. φύω) + κατάλ. -μα (πρβλ. πτῶμα)].