προπέφανται: γ΄ ἑνικ. παθ. πρκμ. τοῦ προφαίνω, Ἰλ.
see προφαίνω.
προπέφανται: γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του προφαίνω.
προπέφανται: эп. 3 л. sing. pf. pass. к προφαίνω.