προπέφανται

Greek (Liddell-Scott)

προπέφανται: γ΄ ἑνικ. παθ. πρκμ. τοῦ προφαίνω, Ἰλ.

English (Autenrieth)

see προφαίνω.

Greek Monotonic

προπέφανται: γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του προφαίνω.

Russian (Dvoretsky)

προπέφανται: эп. 3 л. sing. pf. pass. к προφαίνω.