προπίθηκος

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωολ. α) γένος δενδρόβιων προπιθήκων της Μαδαγασκάρης
β. στον πληθ. οι προπίθηκοι
γενική ονομασία τών κατώτερων πρωτευόντων, που ανήκουν σε 6 οικογένειες και 53 είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. propithecus (< προ- + πίθηκος)].