προπηλάκιση
Greek Monolingual
η / προπηλάκισις, -ίσεως, ΝΑ προπηλακίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προπηλακίζω, υβριστική συμπεριφορά, διασυρμός, εξύβριση, εξευτελισμός.
η / προπηλάκισις, -ίσεως, ΝΑ προπηλακίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προπηλακίζω, υβριστική συμπεριφορά, διασυρμός, εξύβριση, εξευτελισμός.