εξευτελισμός
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
Greek Monolingual
ο (AM ἐξευτελισμός) εξευτελίζω
το να καταστεί κάτι τελείως ευτελές, η απώλεια της αξίας («ο εξευτελισμός του νομίσματος, τών αντιπάλων, τών θεσμών» κ.λπ.).